- Μήδης
- Μήδηfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μήδος — (I) μῆδος, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε ἔχοντα», Ομ. Οδ.) β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από… … Dictionary of Greek
θρασυμήδης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν γιος του Νέστορα, με τον οποίο εκστράτευσε στην Τροία. Στην Πύλο τον τιμούσαν ως ήρωα. Ο τάφος του βρισκόταν κοντά στον τάφο του πατέρα του. II (4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης. Καταγόταν από… … Dictionary of Greek
μήδομαι — (Α) 1. έχω κατά νου, σκέφτομαι, συλλογίζομαι («τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην», Ομ. Οδ.) 2. (με κακή σημ.) τεχνάζομαι, μηχανώμαι, σχεδιάζω ή μελετώ κακά («τόσα γὰρ κακὰ μήσατ Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.) 3. (μετά τον Όμ.) επινοώ,… … Dictionary of Greek
κακομηδής — κακομηδής, ές (Α) αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται το κακό, απατηλός, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μηδής (< μήδομαι), πρβλ. θρασυ μηδής] … Dictionary of Greek
πυκιμηδής — ές, και πυκιμήδης, ίμηδες, Α συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκι (βλ. λ. πυκνός) + μηδής (< μήδεα < μήδομαι «σκέφτομαι»), πρβλ. θρασυ μηδής] … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
σκοτομήδης — ὁ, Μ άτομο με σκοτεινές σκέψεις, δόλια και πονηρά διαλογιζόμενο, πανούργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + μήδης (< μήδομαι «ετοιμάζω, σχεδιάζω»), πρβλ. ψοφο μήδης] … Dictionary of Greek
ψοφομήδης — ες, Α (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που αγαπά και μηχανεύεται ψόφους, θορυβώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (Ι) «ήχος, κρότος» + μήδης (< μῆδος [Ι]* / μήδεα «τεχνάσματα»), πρβλ. Διο μήδης] … Dictionary of Greek
Αμφιμήδης — ο ανδρικό όνομα στη Μυκηναϊκή (a pi me de). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀμφι * + μήδης < μῆδος, μήδεα «σκέψεις, σχέδια» (πρβλ. Γανυμήδης, Διομήδης κ.λπ.) < μήδομαι «σκέπτομαι»] … Dictionary of Greek
αλιμήδης — ἁλιμήδης (Α) αυτός που έχει σκοτούρες από τη θάλασσα («ἁλιμήδης ἐμπορία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + μήδης < μῆδος «σκέψη, σχέδιο, τέχνασμα»] … Dictionary of Greek